- ὀγκώδης
- ὀγκώδηςswellingmasc/fem acc pl (attic epic doric)ὀγκώδηςswellingmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ὀγκώδηςswellingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek
ογκώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, χοντρός, μεγάλος σε διαστάσεις, παχύσαρκος, βαρύς, ασήκωτος: Συσκευάσανε το εμπόρευμα σε ογκώδη δέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀγκωδέστερον — ὀγκώδης swelling adverbial comp ὀγκώδης swelling masc acc comp sg ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώδει — ὀγκώδης swelling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀγκώδης swelling masc/fem/neut dat sg ὀγκώδεϊ , ὀγκώδης swelling dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώδη — ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀγκώδης swelling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀγκώδης swelling masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκωδέστατα — ὀγκώδης swelling adverbial superl ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκωδέστατον — ὀγκώδης swelling masc acc superl sg ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκῶδες — ὀγκώδης swelling masc/fem voc sg ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώδεις — ὀγκώδης swelling masc/fem acc pl ὀγκώδης swelling masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… … Dictionary of Greek